πλιάτσικο,
το, ουσ.
[<αλβαν. plaçkë <σλαβ. pljatska]. 1. η λαφυραγωγία, η λεηλασία, η
μη οργανωμένη ληστεία, το άρπαγμα υλικών αγαθών από άτακτο πλήθος εν καιρώ
πολέμου ή εν καιρώ κοινωνικών αναταραχών: «οι ληστές έπεσαν με τα μούτρα στο
πλιάτσικο και καταλήστεψαν το χωριό || οι ταραξίες επιδόθηκαν στο πλιάτσικο των
καταστημάτων». 2. οτιδήποτε μπορεί κανείς να αρπάξει, να επωφεληθεί με
παράνομο τρόπο: «η κυβέρνηση υποσχέθηκε να πατάξει το πλιάτσικο που γίνεται
στις δημόσιες υπηρεσίες»·
- κάνω
πλιάτσικο, βλ. φρ. το ρίχνω στο πλιάτσικο·
- το
ρίχνω στο πλιάτσικο, αρπάζω,
λεηλατώ, λαφυραγωγώ: «μόλις ο εχθρός κατέλαβε την πόλη, το ’ριξε στο πλιάτσικο ||
μόλις τα επεισόδια γενικεύτηκαν, πολλοί το ’ριξαν στο πλιάτσικο των
καταστημάτων».